επαναρχίζω

επαναρχίζω
1. μετ. возобновлять; снова начинать;
2. αμετ. (чаще τριτοπρόσ.) возобновляться, снова начинаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επαναρχίζω" в других словарях:

  • επαναρχίζω — και ξαναρχίζω αρχίζω εκ νέου, ξαναρχίζω μετά από διακοπή …   Dictionary of Greek

  • επαναρχίζω — επανάρχισα 1. μτβ., αρχίζω πάλι κάτι ύστερα από μεσολάβηση διακοπής, ξαναρχίζω. 2. αμτβ. (συνήθ. μόνο στο γ πρόσωπο), έπειτα από μικρή διακοπή αρχίζει ή αρχίζουν πάλι: Επαναρχίζουν οι εργασίες της Βουλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»